αϊδιάζω

αϊδιάζω
ἀιδιάζω (Α) [ἀίδιος]
είμαι αΐδιος, αιώνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αΐδιος — ἀίδιος, ον (Α) 1. αιώνιος, ακατάλυτος, αδιάκοπος, συνεχής 2. φρ. «ἀίδιος οὐσία», η αιωνιότητα 3. (επιρρ. φρ.) «ἐς ἀίδιον», για πάντα, επ’ άπειρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ ίδιος < ἀεί. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδιότης, ἀιδιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”